κλωνιάζω

κλωνιάζω
κλώνιασα
1. βγάζω κλωνάρια.
2. συνδέω νήματα για κατασκευή κλωστής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλωνιάζω — [κλωνί] 1. βγάζω κλαδιά 2. συνδέω νήματα για την κατασκευή κλωστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”